|
το кит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кит? — κήτος как с (ново)греческого переводится слово κήτος? — кит — κατατόπια — υποτυπωδώς — σύρ'τα-φέρ'τα — διαφθορεύς — στρογγυλοποίηση — ανάστροφος — δόλιος — γκαλόπ — πετρελαιοφόρος — ειδωλολατρία — ιεροπραξία — διόδια — συγκινησιακός — ριζοσπάστης — αρθρίδιο — πολωσίμετρο — αρμονικά — κοντοκρατώ — σιλανσιέ — γιαραμπής — στρατολάτης |
|||