ωτοσκλήρωση

формы словаβ
ωτοσκλήρωση
η мед. отосклероз



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово отосклероз? — ωτοσκλήρωση
как с (ново)греческого переводится слово ωτοσκλήρωση? — отосклероз


σχετικώςκαθετηρίασμόςεσχατόγηρωςχιονισμένοςληστείαδοκαριαρκουδάςβρέχειλαθρακούωφαγεντιανόφυσιογνωστικόςαναβαθμίδαβωλαράκιαπορροφητήραςσύμβαμαξεμυάλισμααπόπαιδοαντικομμουνισμόςπρολετάρισσαξυλουργείοπαλαμιά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit