|
η мед. отосклероз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отосклероз? — ωτοσκλήρωση как с (ново)греческого переводится слово ωτοσκλήρωση? — отосклероз — σχετικώς — καθετηρίασμός — εσχατόγηρως — χιονισμένος — ληστεία — δοκαρι — αρκουδάς — βρέχει — λαθρακούω — φαγεντιανό — φυσιογνωστικός — αναβαθμίδα — βωλαράκι — απορροφητήρας — σύμβαμα — ξεμυάλισμα — απόπαιδο — αντικομμουνισμός — προλετάρισσα — ξυλουργείο — παλαμιά |
|||