Новогреческий словарь
υπέρθυρο
υπέρθυρο
το
притолока
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
притолока
? —
υπέρθυρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπέρθυρο
? — притолока
#
(ново)греческий словарь
—
καμίνιασμα
—
δαιμονίζομαι
—
τιμιότητα
—
τοπαρχία
—
αποφασιστικότητα
—
χοιράδες
—
διθάλαμος
—
αββάς
—
ανάρριψη
—
αχάλκευτος
—
διάλυμα
—
βιρμανικός
—
συντρόφι
—
τουρσί
—
μουντζούρα
—
φαρμάκι
—
χείλωμα
—
βαθύαλος
—
μεταπίπτω
—
αποκοιμιστικά
—
κακόγλωσσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве