|
приложенный, вложенный (в конверт) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приложенный? — εσώκλειστος как на (ново)греческом будет слово вложенный? — εσώκλειστος как с (ново)греческого переводится слово εσώκλειστος? — приложенный, вложенный — καγκελλωτός — ηθογράφος — εναντιοδρομία — διετία — πανουκλιάζω — ιππόκαμπος — αλιμάριστος — κατρουλιό — διαβλητικός — λανθασμένος — διοικητικό — ενδέκατος — ακακοποίητος — κάλιο — γαλιάνδρα — ξεμπαλλάρω — ενδεχόμενος — ανόητος — κοντοζυγώνω — αθηνιώτικος — ζαχαροκάμωτος |
|||