|
η энтерография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энтерография? — εντερογραφία как с (ново)греческого переводится слово εντερογραφία? — энтерография — λωρίδα — γαμβροθήρας — απαλόσορκος — πελέκηση — καζαμίας — καραβάνα — λουλούδισμα — διευκρινής — μεταλλογράφος — μίτζα — γυψοκάμινος — προγενέστερος — κερεστές — ακαταμάχητο — πικάρομαι — φασματοσκοπικός — αϋφαντάκος — μικροκλέφτης — αριοστάλαχτος — επαμφοτερίζων — ανεπίπλαστος |
|||