Новогреческий словарь
σύνωρος
σύνωρ|ος
недавний, свежий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недавний
? —
σύνωρος
как на
(ново)греческом
будет слово
свежий
? —
σύνωρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύνωρος
? — недавний, свежий
#
(ново)греческий словарь
—
αλατοζύγιον
—
σκωπτικώς
—
κιβδηλοποιός
—
διαμφισβήτηση
—
μοιρολογήτρα
—
μηδαμινότητα
—
ξάντρια
—
ξεχειμαδειό
—
μαντιλοδένομαι
—
φιδοζώνομαι
—
τζιντζερόσουπα
—
αυτοτραυματισμός
—
άρ
—
αριστεριστής
—
κατουρλόκαιρος
—
καφεκόπτης
—
γνωστεύω
—
βέρτζινος
—
μυδραλλιοβόλο
—
συστήνομαι
—
εύκαιρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве