|
1. выделять пот; 2. потеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выделять пот? — εξιδρώνω как на (ново)греческом будет слово потеть? — εξιδρώνω как с (ново)греческого переводится слово εξιδρώνω? — выделять пот, потеть — ανατινάζομαι — ομολογιακός — σπεσιαλιτέ — Ρωσοπόντιος — αντικάμαρα — πυροκροτητής — απλοτοπιά — τηλεβόλο — καρμίννο — γυναικίτι — εκνευρίζομαι — καπνέμπορος — χρησμολογώ — ανατολισμός — καπιταλιστικός — απογαλάκτισμος — ξαναγυρνάω — ξεπαραδιάζω — ξιδοβάρελο — αυγοειδής — λυγνός |
|||