|
односторонний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово односторонний? — μονομέρης как с (ново)греческого переводится слово μονομέρης? — односторонний — αστραπή — μεστότητα — άδαρτος — εκτέλεση — όραση — αντισκορβουτικός — πεταύρωση — φύσιγξ — ανενεργοποιώ — ωοθηκίνη — σταφιδοπαραγωγός — αμεταμφίεστος — όψιος — πόπολο — αγριοκυδωνιά — αυτοεπιβολή — ήλιο — μαρξιστικός — αρχιεργάτης — ρέκτης — αρσίζης |
|||