|
η мор. ручной лот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ручной лот? — χειροβολίδα как с (ново)греческого переводится слово χειροβολίδα? — ручной лот — είθε — αναμετάδοση — ένστικτο — πυελοκυστίτιδα — κρεοηώλης — λούφα — ξαγναντευτής — γιορτιάτικα — σιάχνω — κλύφι — χωριστής — μπασμάς — φιστικιά — έμπα — ταξικός — αποπομπή — έκζεμα — κυπαρίσσινος — ποδαρίλα — γλιτζερός — ροκάνα |
|||