|
(αόρ. απηυχήθην) желать(__,__) чтобы не случилось (__чего-л.__) плохого; αυτό τό ~ — [phrase]никому этого не желаю[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово желать, чтобы не случилось плохого? — απεύχομαι как с (ново)греческого переводится слово απεύχομαι? — желать, чтобы не случилось плохого — στρατοκρατικός — ψεύδισμός — έεκεια — σηματοδότης — φούσκα — κουτσοχέρης — επιμελώς — αγριαψινθιά — τοξοειδής — ετεροίωση — διάλογος — αβάσκαμα — βουτυρικός — δημεύτρια — βιρτουόζος — έθανον — κατασώτευσις — μπάφρα — ευοσμία — μεγαλουσιάνος — αντιφλογιστικός |
|||