|
ο издольщик, издольник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово издольщик? — μορτίτης как на (ново)греческом будет слово издольник? — μορτίτης как с (ново)греческого переводится слово μορτίτης? — издольщик, издольник — μπαγκάζια — κοινωνιστής — οινοποσία — μαλακία — άσπρα — εξοπλιστικός — σκιρωνοζέφυρος — προκείμενος — συμπεθεριά — κανταδίτσα — βιβλιόψειρα — ομφαλός — απράγμων — πολυγράφος — γκόσσισμα — ρεφερέντουμ — ημιδιμοιρία — εξασθενητικός — τσούλι — μαραθωνομάχος — διόρυξη |
|||