|
не заболевший или не заболевающий насморком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не заболевающий насморком? — ασυνάχωτος как с (ново)греческого переводится слово ασυνάχωτος? — не заболевающий насморком — ενυδάτωση — διοπτρική — παλικαρισμός — φερμένος — ισολογισμός — δεντρογαλιά — χρησιμεύω — κροκωτός — ανασεισμός — βαρύγδουπος — ενώτιο — δυναμική — κοτολέττα — γεωπονία — ρουμπινένιος — αρχαιότερος — επικτηνίατρος — τρυπιοχέρης — εσωστρέφεια — χερούκλα — υπεργαλακτία |
|||