|
το документ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово документ? — ντοκουμέντο как с (ново)греческого переводится слово ντοκουμέντο? — документ — αναζωτικός — ροδώνας — συγκοπή — ικτερικός — εμπιστευτικός — χειρολαβή — μωλωπίζομαι — δυσμενικός — αγκάλη — πουρνό — αλευρούχος — πέζευμα — σταχώνω — λιθόκονις — κίων — κοκκινόκωλος — αυγοκόβω — θερμομετρογράφος — έντεχνα — ωτοακαρίαση — πρόσθεση |
|||