|
1) двурукий; 2) с двумя ручками (о сосудах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двурукий? — δίχειρος как на (ново)греческом будет слово с двумя ручками? — δίχειρος как с (ново)греческого переводится слово δίχειρος? — двурукий, с двумя ручками — κοσμόπολη — μπεηλίκι — αγανάκτηση — υπολοχαγός — χασαπιό — διαχωρω — δίπορτο — τσουλάκι — ελαφρύς — εικαστική — ανταγαπώ — καμπουρομύτης — συγκατηγόρημα — εφένδης — ξεκαθάρισμα — αξόμπλιαστος — χορικός — απαρακάλεστος — δαιμονιακό — κατάσταση — παρακοιμάμαι |
|||