|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνδεσμολογία? — — πανέτοιμος — ημέρωση — θωρακισμός — λάμπασμα — μιναδόρος — ειδοποιός — μηχανόλαδο — θείο — περαματάρης — κουμπουριάζω — μουνί — συντελεστικός — βαθύφωνος — αλεφάντης — ενανθράκωσις — μπαγάσικο — κορεννύω — φυσομανώ — ίσχνεμα — συνεννόηση — επιτίμηση |
|||