Новогреческий словарь
μιάς
μιάς
επίρρ. :
~ πού или ~ καί — раз, если;
~ πού τό θέλεις — [phrase]раз ты этого хочешь[/phrase]
;
~ καί πάς εκεί... — [phrase]раз ты туда идёшь...[/phrase]
;
~ πού ήρθες... — [phrase]раз ты пришёл...[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μιάς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απανταχούσα
—
κατοικίδιος
—
δαφνωτός
—
κρυφογελώ
—
γαλουχούμαι
—
τσουρουφλισμένος
—
ταξιθετώ
—
σοφός
—
αλατοφύλακας
—
σοκολατούχος
—
δίδυμος
—
οικείος
—
χριστιανή
—
αναισθησία
—
πλείων
—
θεοτικό
—
ανασχετός
—
ενδοστρέφεια
—
υψηλότητα
—
γνήσιο
—
συμπολεμιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве