Новогреческий словарь
αγηροκόμητος
αγηροκόμητ|ος
неухоженный; одинокий
(о стариках)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неухоженный
? —
αγηροκόμητος
как на
(ново)греческом
будет слово
одинокий
? —
αγηροκόμητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγηροκόμητος
? — неухоженный, одинокий
#
(ново)греческий словарь
—
αλτρουιστικός
—
βοϊδάμαξο
—
εμπυάζω
—
αναμέλπω
—
αιμορροΐδες
—
άφρυδος
—
μονύελον
—
αθλιόκαιρος
—
μπενζίνο
—
γκλαβανή
—
πίττα
—
διατείχισμα
—
αποχρωστικός
—
διακινδυνεύω
—
απολεσθείς
—
καταμαρτυρία
—
αδιάλεχτος
—
βουλεβαρδιέρος
—
μαλακωσύνη
—
γρουξιά
—
αφιερώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,