|
το желудок; === έχω ~ — страдать желудком; έχω καλό (κακό) ~ — иметь хороший (плохой) желудок; έχω μεγάλο ~ — быть терпеливым; μού κάθεται στό ~ — не переваривать, не выносить (кого-что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово желудок? — στομάχι как с (ново)греческого переводится слово στομάχι? — желудок — φωτογραφώ — δημοδιδάσκάλισσα — ζυμάρι — ημίονος — ανορωτιέμαι — γίγαντας — μπουγάδιασμα — οικουμενικότητα — αναβάλλομαι — ποτάμιος — φιλοκαλία — βιογραφία — πείραγμα — νεροζύγι — βουρλισμένος — μελικός — επάγων — άφτω — ξυλοφορτώνω — αναπάλλω — Ζωοδόχος |
|||