Новогреческий словарь
ψεκαστικός
ψεκαστικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψεκαστικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καταφιλάω
—
δεκστετραπλάσιος
—
ονείρεμα
—
βουργάρικος
—
σκάζω
—
ακούσιος
—
παρείσφρηση
—
κλεψύδρα
—
μαγνιά
—
υπερωριμάζω
—
μεταλλαγμένος
—
ασκήτρια
—
ιδιόχειρος
—
μαλαχτικό
—
ανταρίζω
—
γκαστρώνω
—
ισραηλίτης
—
ταρτάρειος
—
δεντροστοιχία
—
ανεμοδέρνω
—
σκοτισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве