|
исповедующий другую веру; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедующий другую веру? — αλλοσεβής как с (ново)греческого переводится слово αλλοσεβής? — исповедующий другую веру — βήσσαλο — λιθανθρακωρύχείο — αλκάλωσις — σχάση — ελαιογόνος — σεισμόμετρο — μπράτιμος — εχθαίρω — φυγάς — σερσέμισσα — ψιμυθιώνομαι — παιδοψυχίατρος — οστεολογία — ναυάγιο — βοϊδολίβαδο — ρουφιανιά — επτάτομος — μετεώριση — δόγης — οκτάεδρο — μπαρουτόβολα |
|||