|
το церк. царские врата #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово царские врата? — αμφίθυρον как с (ново)греческого переводится слово αμφίθυρον? — царские врата — μαλτέζικος — ευθυντήρας — ανεφοδιασμός — νταβανώνω — περιπνευμονία — σπουδαιότητα — δεσποτικός — ποταμόχωστος — θαλαμοειδής — σουτζουκάκι — ενβεκάγωνον — καθοδικός — αγοραστός — πλατυκέφαλος — ανασκησία — ξετάπωμα — νεκρογενής — αχυροστρωνή — ιεροσπουδαστής — ερευνημένος — εύκολα |
|||