|
ο, η юр. тот(__,__) кто скрывается от суда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто скрывается от суда? — φυγόδικος как с (ново)греческого переводится слово φυγόδικος? — тот, кто скрывается от суда — πυρολατρεία — εισέπεσα — απόρρητος — ανενοίκαστος — μέγαρο — αδικοβγάνω — υπερέκθεση — αεροδυναμική — ταχύτατα — δρομίσκος — εξακοσάρι — τύλωμα — οινοπαραγωγός — εμπορευματογνωσία — κατατοπισμένος — λιμοκοντόρος — δοξόσοφος — αβατσίνιαστος — αντιβγαίνω — ευχητικός — επειδή |
|||