|
ο 1) заяц; 2) перен. трус #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заяц? — λαγωός как на (ново)греческом будет слово трус? — λαγωός как с (ново)греческого переводится слово λαγωός? — заяц, трус — στροφίλι — ξεναγός — στραβοπατιέμαι — παζάρεμα — αγριοπλάτανος — βουρδουλιά — λεύκωμα — ποζάτος — πευκόδασος — κρατούντες — εξοιδούμαι — καρτερικότητα — θαλασσοσπηλιά — εγκάρσια — περιοδικότητα — πλαναισθησία — τελεσφορώ — ψηλώνω — μεταλλειολογία — πλούμισμα — γλούνος |
|||