Новогреческий словарь
αμπροσταίνω
αμπροσταίνω
обгонять
;
===
άμα μανίσει ο γάϊδαρος ~ερεύει τ' άλογο — посл. [phrase]взбесившийся осёл лошадь обгоняет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обгонять
? —
αμπροσταίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμπροσταίνω
? — обгонять
#
(ново)греческий словарь
—
χαλκόχρους
—
αστρατολόγητος
—
εγγλεζοπούλα
—
απογεννίδι
—
βουή
—
κοσμοείδωλο
—
επικολλητικός
—
λιποθυμικός
—
μαλακανδρέας
—
χιαστός
—
τριτοετής
—
διαγουμιστής
—
οικοκυρική
—
αλατοφόρος
—
διέκχυτρο
—
ανεπιστημονικός
—
γλυκοπυρώνομαι
—
ριζοβόλημα
—
ευκατάποτος
—
στάγδην
—
θερμορρυθμιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве