Новогреческий словарь
αυτοεπίγνωση
αυτοεπίγνωση
η 1)
самопознание
;
2)
самосознание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самопознание
? —
αυτοεπίγνωση
как на
(ново)греческом
будет слово
самосознание
? —
αυτοεπίγνωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοεπίγνωση
? — самопознание, самосознание
#
(ново)греческий словарь
—
αρβανίτικα
—
ξεγυμνώνομαι
—
γήρανση
—
μεταξοσκούληκας
—
ρομαντισμός
—
αλεξήνεμος
—
δρύινος
—
αναγουλιαστικά
—
παννιασμένος
—
αγγειό
—
σφάκελος
—
βουτυροποιείο
—
λιοτριβείο
—
ψευδομάχη
—
κατακρίνομαι
—
ψευδοεπιστημονικός
—
πρωτόπολη
—
ξινούτσικος
—
τζογαδόρος
—
προσοικενώνομαι
—
αχεροκάμωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве