Новогреческий словарь
διεσπάρην
διεσπάρην
παθ. αόρ. от διασπείρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διεσπάρην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποπλύνω
—
κουφίζω
—
αποσμηκτικός
—
ένδοσις
—
σχολνώ
—
αγωνίστρια
—
ιδιαζόντως
—
αναισθησία
—
σταμπαρισμένος
—
καπνότοπος
—
οκτάωρος
—
γκολέττα
—
παράδαρμα
—
αντιστάθμισμα
—
καφεδάκι
—
προπαππούς
—
θρησκευάμενος
—
επίθεση
—
στεκάμενος
—
βαθμολογητής
—
ταχογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,