ενοφθαλμίζομαι

формы словаβ
ενοφθαλμίζομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενοφθαλμίζομαι? —


ανθότοποςσταυλάρχηςομόηχοςεφησυχάζωεξέλκωνομομαθήςδιακωμώδησηαξάβουλαμαγγανείαεκπιεστόςξωθιάδίπλευροςαποδημητικόςυπνοφοβίαεπιληψίαβρωμιούχοςασύμφυτοςφτωχογειτονιάετεροδικίαυπερασπιστόςκαταμεσίς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit