Новогреческий словарь
πρωτοπορεία
πρωτοπορεία
η 1)
авангард
;
2)
авангардная роль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
авангард
? —
πρωτοπορεία
как на
(ново)греческом
будет слово
авангардная роль
? —
πρωτοπορεία
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτοπορεία
? — авангард, авангардная роль
#
(ново)греческий словарь
—
υγροσκοπικός
—
πεντάκλωνος
—
μπουμπουνητό
—
δυναμιτιστής
—
λατιφούντια
—
άραγμα
—
βροντοβολώ
—
πρωτοπρεσβύτερος
—
ανηφόρα
—
αξελάκκιαστος
—
στραγγούλα
—
καλόττα
—
φυλλάδιο
—
αμπερόμετρο
—
σωσίβιος
—
λυκοκάντζαρος
—
συμφέρων
—
φασιστόμουτρο
—
αστάθμιστος
—
γραμμούλα
—
όψον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве