|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεντετισμός? — — υδατοπέδιο — ηλικιώτις — εξεβλήθην — ξεροσταλιάζω — καλυκάγρα — γιούλης — ιμπεριαλιστής — συνέργεια — περιποιητικός — ισοπεδωτής — ρόπτρο — παπί — υποτροπικός — γυφτάκι — βιεννέζικος — στρατεύομαι — αξήγητος — Λεττονή — βραχονησίδα — ελεφαντοστούν — κηρόπανο |
|||