ημιπερίοδ|ος

формы словаβ
ημιπερίοδ|ος
η физ. полупериод;
          ~ ζωής — период полураспада



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово полупериод? — ημιπερίοδος
как с (ново)греческого переводится слово ημιπερίοδος? — полупериод


διάπριστοςχέλιφαγκοττοεκατοστίζωμισαλλοδοξίασόδημααπομετράωδεκαεξαετίακεντητικήπρονομήάπραγοςάπαστροςτεφροδόχηπερίγειοςιαπωνικόςπροδότισσασεληνοκεντρικόςμπαμπαλήςμερσίαντικρυστήςκαρυοθραύστης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit