|
η физ. полупериод; ~ ζωής — период полураспада #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полупериод? — ημιπερίοδος как с (ново)греческого переводится слово ημιπερίοδος? — полупериод — διάπριστος — χέλι — φαγκοττο — εκατοστίζω — μισαλλοδοξία — σόδημα — απομετράω — δεκαεξαετία — κεντητική — προνομή — άπραγος — άπαστρος — τεφροδόχη — περίγειος — ιαπωνικός — προδότισσα — σεληνοκεντρικός — μπαμπαλής — μερσί — αντικρυστής — καρυοθραύστης |
|||