Новогреческий словарь
υψίφωνος
υψίφων|ος
1) (о)
тенор
;
2) (ή)
сопрано
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тенор
? —
υψίφωνος
как на
(ново)греческом
будет слово
сопрано
? —
υψίφωνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υψίφωνος
? — тенор, сопрано
#
(ново)греческий словарь
—
θεοφάνεια
—
παγοπώλης
—
ρυθμιστήρας
—
φραχτικός
—
μονοκόμματος
—
τυροφάγος
—
καταματώνω
—
υποστυλωτικά
—
ανεμοσκεπής
—
μωρουδιακός
—
εικοσιπεντάρι
—
αποπίσο
—
ιγνύα
—
δρένιος
—
δίτρητος
—
διασκεδάστρια
—
ποικιλόθερμος
—
αναδρομή
—
δεκάμετρος
—
διασημαίνω
—
θεωρητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,