|
1) (о) тенор; 2) (ή) сопрано #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенор? — υψίφωνος как на (ново)греческом будет слово сопрано? — υψίφωνος как с (ново)греческого переводится слово υψίφωνος? — тенор, сопрано — νοόμετρο — νοητός — βίαος — διύγρανση — αγχίνους — ευθύαυλος — διαπραγματεύτρια — ηπειρώτης — καλοβρασμένος — δευτερότητα — μπουγαδάς — μυροπώλις — κουσκουσουρεύω — λαφυραγωγώ — κλεφτότοπος — γαλατού — πάπας — πουρναρήσιος — διαπραγματευτής — γρουξιά — συνταγογραφία |
|||