Новогреческий словарь




κοραλλένιος

κοραλλένι|ος
коралловый (тж. о цвете);
          ~α ύφαλος — коралловый риф;
          ~α χείλη — коралловые губы


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово коралловый? — κοραλλένιος
как с (ново)греческого переводится слово κοραλλένιος? — коралловый


#(ново)греческий словарьανοικτόχρουςτρισεκατομμύριοουρανίσκοςκύησηγανώνωοργανοπαίκτηςκατοπινόςκακοθανατίζωφωτοφωταύγειαεξετάσιμοςρινιστήςσφουγγαράδικοζουρλομανδύαςπροφυλάττωαντιτορπιλλικόμουχρωπόςδαμαλισμόςάστυφοςπιθηκικόςεφτάμεροςπολυθεσίτισσα


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω