|
ротовой, относящийся ко рту; ~ή κοιλότης — ротовая полость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ротовой? — στοματικός как на (ново)греческом будет слово относящийся ко рту? — στοματικός как с (ново)греческого переводится слово στοματικός? — ротовой, относящийся ко рту — εγκεντρισμός — ασύγκριτος — μαγουλάδα — άφταιστος — φεγγαράκι — διπλάσια — ανεμούρι — λιθένδυση — χωροταξικά — αμφιθαλής — εξάγκωνα — ανασκούμπωμα — χοντροπελεκώ — ήλεκτρο — αείποτε — γεβεντισμένη — αμετάστροφος — τρώση — ακριβοθρέφω — διακριτικότης — γενικευτικός |
|||