|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οδηγούμαι? — — παραθυμώνω — ακατάδεχτος — λασπάς — λαβυρινθίτιδα — εναέριος — λόγχη — ξεσελλώνω — ουλή — αυτοδιοικούμαι — ευκοσμία — φενακισμός — συσπειρωμένος — ευδιάκριτος — οπλή — υπαίθριος — σκύβω — σομπολεμώ — απεχθής — καθιστά — κεροπάνι — αποσπερού |
|||