Новогреческий словарь
μεγαλύτερος
μεγαλύτερ|ος
1)
больший
;
2)
старший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
больший
? —
μεγαλύτερος
как на
(ново)греческом
будет слово
старший
? —
μεγαλύτερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεγαλύτερος
? — больший, старший
#
(ново)греческий словарь
—
πρόεδρος
—
ιερογλυφικό
—
κομίστρια
—
εκπόρευση
—
πισωδρομώ
—
λαχανοσαρμάς
—
αντίρευμα
—
διατύπωση
—
πλευρίζω
—
κυνισμός
—
ξαιάζω
—
οξύϊνος
—
ανίδρωτα
—
ξακουσμένος
—
θεοδικία
—
αντίρροπος
—
παπαριά
—
αναγυρεύω
—
λιγνίνη
—
νεροπούλα
—
γλυκομύριστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве