|
το 1) покупка; 2) подкуп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покупка? — αγόρασμα как на (ново)греческом будет слово подкуп? — αγόρασμα как с (ново)греческого переводится слово αγόρασμα? — покупка, подкуп — σφαγιό — φελλένιος — ακανθυλλίς — δάσκαλος — περισαίνω — Ιταλίδα — αρχοντοκόριτσο — καθετηριάζω — κώλυμα — φιλόπαις — μελώδημα — κάρφωμα — σπειραματονεφρίτιδα — φράξος — ορθοπαιδική — αυθάδικο — ματαρχίζω — μπουκάρισμα — γεροντικό — ιησουίτισσα — συναθλητής |
|||