|
αόρ. от χορταίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χόρτασα? — — τσαγκρουνίζω — ανεξέλικτος — φουμαδόρος — χρυσαυγής — ελαιόχρους — στειπτήριο — σεμνότυφος — ελλειπτικός — λέομαι — μεταξοβιομήχανος — αλωνιστικός — εντερόνεια — ξεμοναχιάζομαι — εμπροστινός — μέ — πυριτιοκαλίωση — μητροφόνος — χτικιάρα — ενσωματωμένος — χρήζω — γαργάλισμός |
|||