|
(-εντός) τό грам. гласный (звук) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гласный? — φωνήεν как с (ново)греческого переводится слово φωνήεν? — гласный — αναιμία — ανέγκλητος — λιοφάγος — καφεθέατρο — ιεροδιάκονος — στρόφιγγος — πρωτογέννητος — βενζινομηχανή — μαλλισρισμός — βρίζομαι — ρουμανίζω — σαφής — ανετάθην — ήρον — Παναμέζος — σανιδάς — δίπλωση — τυχαιότητα — νεοκαντιανισμός — καπναγωγός — βραχέα |
|||