|
окрашивающий древесину (о красителях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окрашивающий древесину? — ξυλοχρωστικός как с (ново)греческого переводится слово ξυλοχρωστικός? — окрашивающий древесину — αγκωνάρι — σακχαρίνη — εντορμώ — αποσβεννύω — υστερορραγία — συνδεσμικός — κοντεύω — όχθρητα — ανεγερτικός — μαγαζιάτικο — νερομουρμούρισμα — αλατοποίηση — μηριαίος — ανθρωπομορφικά — μαλαγανιά — κακολογώ — δεκτικότητα — νεκροψία — βοηθούμαι — καλοπόδαρος — ξυλόσομπα |
|||