|
ο 1) сосунок; 2) перен. паразит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сосунок? — βυζαχτής как на (ново)греческом будет слово паразит? — βυζαχτής как с (ново)греческого переводится слово βυζαχτής? — сосунок, паразит — οικειοποίηση — μαράζι — προσπερνάω — κωλοπαιδαράς — αφερέγγυο — ασφάλτωμα — βρόγχος — θολερός — φουστανελλάς — συνείδηση — βρουχιέμαι — μαυραγορήτης — πλουτολογικός — ξεκουράζομαι — πεταχτούλης — οδόντωμο — μεθύστρα — αυτοπρόσκλητος — ξεβράζω — ανυσματικός — αυχμός |
|||