πληθυσμός

формы словаβ
πληθυσμός
ο население;
          αστικός ~ — или ο ~ τών πόλεων городское население;
          ο άμαχος ~ — мирное население;
          απογραφή τού ~ού — перепись населения;
          η πυκνότης τού ~ού — плотность населения;
          η μεγαλύτερη σέ ~ό πόλη — самый крупный по количеству населения город



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово население? — πληθυσμός
как с (ново)греческого переводится слово πληθυσμός? — население


λιθοθρυψίατσοντοσινεμάςρίπημαρίκινοςτοματοπολτόςυφαντουργίναβαρίδιξεχειμάζωντετερμινιστικόςαντεξέτασηαγοραστικόςμπέκροςαναιρετικόςεπικοινωνιολογίακαρύδιαναρριχήτριαπαγίδιαυτοτραυματίαςπαραδώνωκατάνευσηδιαλεκτής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit