|
ο население; αστικός ~ — или ο ~ τών πόλεων городское население; ο άμαχος ~ — мирное население; απογραφή τού ~ού — перепись населения; η πυκνότης τού ~ού — плотность населения; η μεγαλύτερη σέ ~ό πόλη — самый крупный по количеству населения город #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово население? — πληθυσμός как с (ново)греческого переводится слово πληθυσμός? — население — λιθοθρυψία — τσοντοσινεμάς — ρίπημα — ρίκινος — τοματοπολτός — υφαντουργίνα — βαρίδι — ξεχειμάζω — ντετερμινιστικός — αντεξέταση — αγοραστικός — μπέκρος — αναιρετικός — επικοινωνιολογία — καρύδι — αναρριχήτρια — παγίδι — αυτοτραυματίας — παραδώνω — κατάνευση — διαλεκτής |
|||