|
η рами (карточная игра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рами? — ραμί как с (ново)греческого переводится слово ραμί? — рами — στολαρχίδα — πορνοβοσκία — κολλεκτιβικός — κουκιά — απιστοποίητος — τρόχιλος — βάθρακος — συμμάζεμα — αλατεμπόριο — σαββατοκύριακο — χρέωση — πυρίτιο — βουκολώ — εκπορθώ — στρέβλωση — απάγγιο — ευπρεπισμός — απερικάλυπτος — ψαρού — έκφανση — διλογία |
|||