|
το 1) кушак, пояс (широкий); 2) : ~ βαρελιού — обруч бочки; === ~ τ'ουρανού (или τής Παναγίας, τής κυράς, τής καλογριάς) — радуга; απλώνω τό ~ μου — распоясываться, распускаться; έχω κρεμάσει τό ~ μου (γιά καυγά) — затевать ссору, драку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кушак? — ζωνάρι как на (ново)греческом будет слово пояс? — ζωνάρι как с (ново)греческого переводится слово ζωνάρι? — кушак, пояс — παραΰστερα — πέλαγος — γκρεμοτσάκισμα — τυλίζω — σάκχαροτό — χαρτοκόπτης — ρουμελιώτικα — μεσάρι — μισανθρωπία — μοσκοβόλια — λέκιθος — πατιρντί — βαρωνος — δεκαεξαπλάσιος — κληροδόχος — κολλεκτιβιστικός — ριζώννομαι — ενδοσκοπία — φυσικοχημεία — κριμαϊκός — στοιχειωδώς |
|||