ζωνάρι

формы словаβ
ζωνάρι
το 1) кушак, пояс (широкий);
2) :
          ~ βαρελιού — обруч бочки;

===
          ~ τ'ουρανού (или τής Παναγίας, τής κυράς, τής καλογριάς) — радуга;
          απλώνω τό ~ μου — распоясываться, распускаться;
          έχω κρεμάσει τό ~ μου (γιά καυγά) — затевать ссору, драку



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово кушак? — ζωνάρι
как на (ново)греческом будет слово пояс? — ζωνάρι
как с (ново)греческого переводится слово ζωνάρι? — кушак, пояс


παραΰστεραπέλαγοςγκρεμοτσάκισματυλίζωσάκχαροτόχαρτοκόπτηςρουμελιώτικαμεσάριμισανθρωπίαμοσκοβόλιαλέκιθοςπατιρντίβαρωνοςδεκαεξαπλάσιοςκληροδόχοςκολλεκτιβιστικόςριζώννομαιενδοσκοπίαφυσικοχημείακριμαϊκόςστοιχειωδώς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit