|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεταβαφτίζω? — — ψειρόχορτο — δαιδαλώδης — ανάσχεση — τύλος — Λεττονίδα — τομαράς — αγγελούδι — στηθοδέρνομαι — αλευρούχος — σηματοφόρος — κάθεμα — κοκκαλιάζω — μεταμορφωτής — τσουλούφι — άτρυγος — κοντοβράκι — καρέλι — μσυρομάνικος — λάκκωμα — κεκλεισμένους — υδάτωση |
|||