Новогреческий словарь
αρμάτα
αρμάτα
η 1)
богатая одежда, наряд
;
2)
армада
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
богатая одежда
? —
αρμάτα
как на
(ново)греческом
будет слово
наряд
? —
αρμάτα
как на
(ново)греческом
будет слово
армада
? —
αρμάτα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμάτα
? — богатая одежда, наряд, армада
#
(ново)греческий словарь
—
κούκλος
—
δράπανο
—
ασφούγγιγος
—
ρυπαρογραφία
—
μέλαν
—
διακρίνω
—
ξενογλωσσία
—
αντρογυναίκα
—
κοιλιόδουλος
—
αμέθοδος
—
εθνοσυνέλευση
—
αυταπαρνησία
—
πρωτεξαδέρφισσα
—
παλιόκορμο
—
άναυλα
—
πρώτιστος
—
διφθερία
—
αλλόγλωσσος
—
ξεθηλυκώνω
—
θήλεια
—
ενανθράκωσις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω