|
двухактный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухактный? — δίπραχτος как с (ново)греческого переводится слово δίπραχτος? — двухактный — δεντρογαλιά — αεροπόρος — εντομοφάγος — τζόκεης — λιγοδύναμος — κρότος — πέδηση — μαγειρίτσα — μετωπικότητα — δρομομετρώ — αρχιερατεία — ενδεκάκις — μεθοδευμένος — υγειονομικό — απολέμητος — πρωτεύοντα — πεντακοσάρι — κυνοφοβία — κατακρύπτω — συμμέτοχος — πολφώδης |
|||