|
η олеография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово олеография? — ελαιοτυπία как с (ново)греческого переводится слово ελαιοτυπία? — олеография — μπιζέλι — αλλοδαπός — ταυτίζομαι — δεξιόχειρας — οινοειδής — ψευδώνυμα — υδροπνευματοθώραξ — καμπυλόμετρο — αδικοκρατία — πλειοψηφώ — κοντυλογραμμένος — πάνω — μπατάρισμα — στλεγγίδα — λαδέμπορος — μάγειρος — τσαμπούνισμα — προηγούμενος — νομοτελής — γιορτή — ελεγκτός |
|||