Новогреческий словарь
σπηλαιώτης
σπηλαιώτης
ο
пещерник
(отшельник, живущий в пещере)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пещерник
? —
σπηλαιώτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπηλαιώτης
? — пещерник
#
(ново)греческий словарь
—
αστάφνιαστος
—
υπερτασικός
—
αταξικός
—
γνεφοκοπώ
—
χειρολαβή
—
παραστέγοσμα
—
ακριβωτής
—
κατρακύλι
—
φτεροπόδαρος
—
γνώση
—
ξεφράζω
—
χοντρόμυαλος
—
σκύτινος
—
μοιρολογάω
—
ζητητικός
—
τοξάριον
—
αναζωογόνηση
—
συναλληλία
—
σκοτάδι
—
υπεισάγω
—
κρεατίλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве