|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βοηθητικά? — — γιαλούσης — οπλιταγωγό — ρυμούλκηση — βραχύκερος — στροβιλοαντιδραστήρας — αμφιδέξιος — ανοσοποιητικός — άπορος — σπίτωμα — μικροργανισμός — γραφειοκρατικός — ασέλλωτος — μουσάντρα — καλοσυνηθισμένος — ανεβαίνω — πιγκώνω — κλατάρω — αναψύχω — αγέλη — αραδίζομαι — υγιεινώς |
|||