|
η щавель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щавель? — οξαλίδα как с (ново)греческого переводится слово οξαλίδα? — щавель — ατμόπλοιο — εννεύρωσις — ψυχοπλακώνομαι — συστηματοποίηση — αβομβάρδιστος — τυφλοπόντικας — νεύριασμα — άσμα — φαγάκι — ιμπεριαλισμός — αιωρίζω — επαισθητός — οικονομολογικός — εκκαυμάτιση — διηγηματικό — αντιπτέραρχος — ανάσκητος — καλογρηά — ψαροκόκαλο — αριστούργημα — αθωνίτικος |
|||